22/2/11

Exit Through the Gift Shop [2010] - dir: Banksy

Όταν το γκράφιτι απέδρασε από τον χαρακτηρισμό του παρακμιακού και επιτέλους απέκτησε στην κοινωνία μας την θέση που του άξιζε, οι εκπρόσωποί του ονομάστηκαν street artists και ένας από αυτούς, ο θρυλικός Banksy, τρύπωσε με αναίδεια στα σπίτια των πλούσιων συλλεκτών έργων τέχνης και κατάφερε να κάνει τα σφυριά του Sotheby's να χτυπούν ασταμάτητα καμβάδες γεμάτους σπρέι.

Μέχρι τη μέση της ταινίας Exit Through the Gift Shop, αναρωτιέσαι αν έγινε κάποιο λάθος στο όνομα του σκηνοθέτη. Δεν μπορεί να είναι ο Banksy, αλλά ο γραφικός Γάλλος Thierry Guetta με την χαρακτηριστική σπαστή προφορά, που η μανία του να καταγράφει σε μια κάμερα χειρός ο,τι συνέβαινε γύρω του, τον οδήγησε στα σκοτεινά λημέρια των street artists. Monsieur Andre, Zeus, Dotmasters είναι μερικοί από αυτούς που κατάφερε να συναντήσει και να βιντεοσκοπήσει κατά τη διάρκεια νυχτερινών εξορμήσεων και να μοιραστεί μαζί τους την αγωνία να ολοκληρώσουν το έργο τους πριν διωχθούν. Γιατί μπορεί να ονομάζονται πλέον καλλιτέχνες, αλλά εξακολουθούν να θεωρούνται καταπατητές ξένης ιδιοκτησίας, επαναστάτες μιας φρουρούμενης αστικής μονοτονίας.

Δεν ήθελε πολύ για να φτάσει στα αυτιά του το όνομα του ξακουστού Banksy, του ανθρώπου – σκιά που κανείς δεν έχει δει το πρόσωπό του αφού το καλύπτει διαρκώς, εκείνου που τολμά στην Αγγλία της Βασίλισσας να χρωματίζει με τολμηρές φιγούρες τους τοίχους, να τοποθετεί με θράσος εικαστικά μεταλλαγμένους τηλεφωνικούς θαλάμους και να εισβάλλει στην Disneyland προκειμένου να παρατήσει μια τρομαχτική ρεπλίκα ενός κρατούμενου του Guantanamo Bay. Ο "βασιλιάς" του stencil, του guerrilla art, κανείς δεν τον έχει δει, αλλά πόσο τυχεροί όσοι αναπάντεχα υπήρξαν μάρτυρες των έργων του.



Όταν θα καταφέρει να έρθει σε επαφή μαζί του και ο Banksy δει το ντοκιμαντέρ που έχει φτιάξει, τότε οι ρόλοι θα αλλάξουν. Η κάμερα θα στραφεί προς τον Thierry μιας και ο ίδιος θα τον βρει πιο ενδιαφέρον και θα κινηματογραφήσει την προσπάθειά του να γίνει και αυτός ένας καλλιτέχνης. Προωθώντας τον μέσω της προσωπικής σελίδας του Shepard Fairey, η φήμη του γεγονότος εκτοξεύεται και κάνει πλήθος κόσμου να περιμένει με αδηφαγία για να θαυμάσει έναν νέο Banksy, με τις ευλογίες του “μέντορά” του.

Όταν λοιπόν κάποιοι αποφάσισαν να αποδείξουν πως η τέχνη του δρόμου αξίζει να λαμβάνεται σοβαρά, κάποιοι το χώνεψαν με μεγάλη ευκολία. Γιατί μια τόσο αθυρόστομη και αυθόρμητη έκφραση που διαδραματίζεται στον δρόμο και αντικατοπτρίζει την ζωή μας, ήταν το κομμάτι του παζλ που έλλειπε. Και φυσικά ο τίτλος, είναι ένα ζουμερό κεράσι που προσφέρεται από τον Banksy στον θεατή και το οποίο συμπυκνώνει την ουσία του ντοκιμαντέρ για το πως κατόρθωσε η τέχνη αυτή να περάσει από τις νοητές κορνίζες των δρόμων, σε αυτές των μουσείων. Ίσως τελικά να μη χρειάστηκε παραπάνω από την κλεφτή στιγμή που ο ίδιος απλά κρέμασε έναν πίνακά του στο μεγαθήριο Tate Gallery και εξαφανίστηκε. Και ίσως τελικά η άνεση με την οποία ο Thierry μεταμορφώθηκε στον καλλιτέχνη MBW να είναι ένα stencil απαξίωσης του “βασιλιά” σε όλους εκείνους που καταργούν την αξία της δουλειάς του.

Μια αληθινή ιστορία ή ένα ακόμη καλοστημένο σκηνικό του αμφιλεγόμενου καλλιτέχνη; Ένα μέσο για να δει επιπλέον φως της ημέρας η τέχνη του δρόμου ή μια ακόμη αφορμή για να διασκεδάσει με την αμφιβολία κάποιων για την αυθεντικότητα των έργων του; Ορισμένοι υποστηρίζουν πως ο Banksy και ο Thierry είναι το ίδιο πρόσωπο ενώ ο ίδιος απορεί που κάποιοι θεωρούν το όλο εγχείρημα μια φάρσα. Το σίγουρο είναι πως η ευφυΐα, το χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός και το θράσος του καλλιτέχνη αυτού έπρεπε να αποτυπωθεί σε φιλμ έστω και σκηνοθετημένο από τον ίδιο.

Και ενώ το Χόλιγουντ αναρωτιέται αν το βράδυ της ερχόμενης Κυριακής ο υποψήφιος για Όσκαρ θα εμφανιστεί, εγώ τον φαντάζομαι να ανεβαίνει στην σκηνή μεταμφιεσμένος για να παραλάβει το αγαλματάκι, με ένα σπρέι στο χέρι. Για να επέμβει σε αυτό εικαστικά, φυσικά.



3/2/11

127 Hours [2010] - dir: Danny Boyle

Φαντάζομαι πως οι αληθινές ιστορίες μπορούν εύκολα να γίνουν πειρασμός για έναν σκηνοθέτη, αλλά και για έναν ηθοποιό. Όπως η ιστορία ενός πολύ απλού ανθρώπου, του Aron Ralston. Ένας Αμερικανός ορειβάτης που έπαιρνε τα βουνά και τα φαράγγια για να εισπνεύσει ζωή. Που έβαζε σε λειτουργία ένα νοητό χρονόμετρο το οποίο επέτρεπε στους γύρω του να περάσουν μαζί του λίγες στιγμές, ώσπου να το βάλει στα πόδια για να απομονωθεί στη φύση, εκεί που οι πνεύμονές του γέμιζαν αδρεναλίνη. Εσωστρεφής αλλά ευτυχισμένος, πλήρης μέσα στην μοναξιά του.
 
Τον Απρίλιο του 2003, καθώς βρίσκεται σε μια ακόμη ορειβατική εξόρμηση, ένας βράχος καταπλακώνει το δεξί του χέρι και τον ακινητοποιεί. Τώρα, δεν μπορεί να πετάξει από βράχο σε βράχο για να ξεφύγει, πρέπει να μείνει εκεί και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, αυτός απέναντι σε εκείνο, μόνοι τους. Καθώς οι ώρες περνούν, η σωματική κατάπτωση δημιουργεί παραισθήσεις αλλά τα στιγμιότυπα του παρελθόντος του δίνουν αντοχές. Οι γονείς, η σωτηρία του, η παλιά του αγάπη, ένας άντρας που ονομάζεται Blue John, μία ραδιοφωνική εκπομπή, οι φίλοι, πραγματικά είμαι σίγουρη, οι πιο βαθιά χαραγμένες, πέντε ημέρες της ζωής του. Τότε όμως, στο όριο της εξάντλησης, εμφανίζεται η εικόνα ενός μικρού και άγνωστου παιδιού που του χαμογελά με αθωότητα και μέσα σε ελάχιστα λεπτά ο Aron ξέρει πως δεν έχει άλλα περιθώρια, πρέπει να τρέξει κοντά του.


Οι Άγγλοι δεν φημίζονται για το μελόδραμα τους και ιδιαίτερα ο Danny Boyle, το αγαπημένο παιδί της χώρας του. Και όπως προανέφερα, οι πραγματικές ιστορίες μπορούν πολύ εύκολα να γίνουν δίκοπο μαχαίρι μιας και είναι εύκολο να χαθεί η ισορροπία μεταξύ αληθινού και φανταστικού, να επιστρατευτούν εντυπωσιασμοί και ανεξέλεγκτοι μελοδραματισμοί. Όχι όμως εδώ. Πολύ σοφά ο αγαπητός Άγγλος, αφήνει για λίγο στην άκρη τον σκηνοθετικό του πλουραλισμό, αγνοεί διακριτικά το υπέροχο άγριο τοπίο και εστιάζει στον πρωταγωνιστή του. Γιατί ο Boyle δείχνει να έχει μελετήσει πολύ σωστά τον χαρακτήρα του Ralston. Ρεαλιστής, με χιούμορ, αισιοδοξία και με πάρα πολύ δύναμη μέσα του, γι αυτό και γυρνά την πλάτη στην γραφική μπέρτα του ήρωα που ίσως να του φορούσε ένας Αμερικανός σκηνοθέτης. Τοποθετεί την κατάσταση στις πραγματικές της διαστάσεις, μακάβριες μεν αλλά πολύ απλές: ή θάνατος ή ζωή. Ένας άνθρωπος μονάχος, παγιδευμένος κάτω από μια πέτρα με το δεξί του χέρι νεκρό, μια ταινία που θα μπορούσε να οδηγηθεί στην αποτυχία καταντώντας ένας κραυγαλέος έπαινος για τη θέληση της ζωής. Όμως στον Boyle ποτέ δεν άρεσε να φωνάζει το νόημα αλλά να το ψιθυρίζει με εικόνες.

Αν ρωτούσαν τα κοντινά πρόσωπα του πραγματικού Aron, για το εάν πίστευαν πως θα επιβίωνε, έχω την εντύπωση ότι όλοι θα απαντούσαν με σιγουριά πως, ναι. Και ίσως και αυτοί να περίμεναν όπως και ο ίδιος, ότι ο βράχος αυτός θα έρθει κάποια στιγμή στη ζωή του για φρενάρει το Εγώ του και να του επιβάλλει να λογαριάσει τη ζωή του διαφορετικά. Και ο δικός του βράχος, αν και άδικα τόσο βαρύς, κατάφερε να γίνει θρύψαλα μπροστά στην θέληση του για ζωή. Γιατί ο Aron μπορεί να επέλεγε συχνά την μοναξιά, αλλά μέσα από αυτήν είχε μάθει να επιβιώνει συναισθηματικά και σωματικά χωρίς να έχει την ανάγκη κανενός, να βασίζεται στις δικές του δυνάμεις. Και ευτυχώς, η δίψα να επιστρέψει στους δικούς του ανθρώπους, δεν ήταν από ανάγκη, αλλά από αγάπη.

Δεν ξέρω αν ο Ralston αποφάσισε να ζήσει για την ανάμνηση του χθες ή για την ανυπομονησία του αύριο, αλλά είμαι σίγουρη πως ακολούθησε τη φωνή μέσα του που του φώναξε δύο λέξεις: “Choose Life”, εκείνες που κατάφερε να φωνάξει με την δική του δύναμη ο Mark Renton στο Trainspotting, το 1996. Θυμάστε;