23/3/11

Another Year [2010] - dir: Mike Leigh

Μετά την Vera, την Cynthia, την Poppy, o Mike Leigh επανέρχεται στο προσκήνιο, παρέα με καταθλιπτικές περσόνες, γυναίκες που αγκαλιάζουν σφιχτά ένα ποτήρι κρασί, άνδρες που πνίγουν τον καημό τους σε ασταμάτητο κάπνισμα, ανθρώπους σε κρίση μέσης ευτυχίας. Γνώριμες φιγούρες.

Ένα μεσήλικο ζευγάρι κάπου στα προάστια του Λονδίνου, που τα ονόματά του παραπέμπουν σε δίδυμο από καρτούν, συγκεντρώνει γύρω του προσωπικότητες για να τις παρατηρήσει με χαρακτηριστική αγγλική αποστασιοποίηση. Η Gerri ως ψυχολόγος, ερευνά τις ψυχές των ανθρώπων και ο Tom ως γεωλόγος, σκαλίζει την ψυχή της γης. Η ήρεμη και τακτοποιημένη ζωή τους όμως έλκει το ακριβώς αντίθετο: έναν μελαγχολικό φίλο, έναν γιο που αγχώνεται για το εάν θα βρει την κατάλληλη νύφη, πιο πολύ από όλους όμως, την νευρωτική και υπερευαίσθητη Mary. Χαρακτήρες καθημερινοί, που αναζητούν την ευτυχία κάνουν κύκλους γύρω από εκείνους που την έχουν κατακτήσει. Πολλές φορές το σπίτι τους μοιάζει με εξομολογητήριο, όπου οι άνθρωποι αυτοί προσέρχονται για να απολογηθούν για το ότι δεν κατάφεραν να πετύχουν όσα εκείνοι, για να κατακρίνουν συνειδητά τον εαυτό τους μπροστά στο ευτυχισμένο ζευγάρι, ίσως και για να αποσπάσουν την “μαγική συνταγή” που ακολούθησαν.

Και ενώ οι τέσσερις εποχές διαδέχονται αρμονικά η μία την άλλη, οι ζωές τους τείνουν να αλλάξουν λίγο ή πολύ, ανάλογα με το πόσο το επιδιώκουν οι ίδιοι. Και παρόλο που ο Leigh επιλέγει να συγκεντρώσει αρκετές προσωπικότητες γύρω από το ζευγάρι, μία είναι εκείνη που καταφέρνει να συλλέξει όλο το ενδιαφέρον. Όχι μόνο γιατί η Lesley Manville εκτελεί το ρόλο αυτής με μοναδική συνέπεια και ζήλο, αλλά και γιατί από εκείνη ξεκινά και τελειώνει το νόημα της ταινίας. Η υπερκινητική συνάδελφος Mary, που μιλάει ακατάπαυστα προσπαθώντας να κεντρίσει το ενδιαφέρον και που θλίβεται κάθε φορά που ανακαλύπτει πόσο μόνη νιώθει. Πολλές φορές αυτάρεσκη, ορισμένες φορές η διασκέδαση των γύρω της λόγω της αφέλειας και της ευκολοπιστίας της. Και ίσως και δέκτης σκληρής στάσης απέναντι της όταν η ανασφάλειά της “απειλεί” να εισχωρήσει στο φιλήσυχο περιβάλλον τους. Ποιος μπορεί όμως να καταδικάσει εκείνους που προστατεύουν την ευτυχία τους;

Ακόμη τέσσερις εποχές από την ζωή του Tom και της Gerri όπου όλα μένουν σταθερά, ακόμη μια χρονιά από την ζωή φίλων και συγγενών. Εξάλλου γι αυτό πρόκειται. Για την ευτυχία μας και την δυστυχία των άλλων, την σύγκριση που νοητά κάνουμε. Και αλίμονο αν η ζυγαριά γέρνει προς τα εμάς. Ο Leigh δείχνει έμμεσα να καυτηριάζει αυτό το θέμα: εκείνοι που έμειναν μόνοι δίχως να παντρευτούν είναι καταδικασμένοι στην μιζέρια, εκείνοι που βρήκαν ένα ταίρι βαδίζουν προς την ευτυχία. Σαν ψυχολόγος που αφουγκράζεται τους γύρω του, εκφράζει την ευαισθησία του για ένα θέμα που αφορά και τον ίδιο, μεταφέρει με απλούς, ρεαλιστικούς διαλόγους τις σκέψεις και τους προβληματισμούς που βιώνουν οι άνθρωποι αυτής της ηλικίας, στην Αγγλία των γκριζοπράσσινων χρωμάτων. Το τώρα, το παρόν, οι ήρωές του αγωνιούν για το τι τους συμβαίνει σήμερα, αναπολούν το παρελθόν με συμπάθεια και χιούμορ χωρίς να προσκολλούνται εκεί, ενώ οι παύσεις τους λειτουργούν υπέρ του θεατή δίνοντάς του πολύτιμο χρόνο για να κατανοήσει τον χαρακτήρα τους.

Σαν στοργικός προστάτης ο Leigh, θα αγκαλιάσει την ηλικία αυτή και θα μεταφέρει τους υπαινιγμούς του για τον ρατσισμό που ενίοτε αντιμετωπίζει μέσα από τα λόγια του συμπαθέστατου Ken:“για τους νέους, όλα για τους νέους είναι”. Και φυσικά, ενώ τους αναγκάζει να επιστρέφουν σε ένα άδειο σπίτι, τους δίνει πάντα την δίκαιη ευκαιρία να μοιράζονται τις αγωνίες τους και τις ελάχιστες σπίθες ελπίδας των ματιών τους.

Άραγε πόσο κοντά σε όλους αυτούς τους επισκέπτες θα βρίσκονταν ο Tom και η Gerri χωρίς ο ένας τον άλλο; Τόσο πολύ εξαρτάται η ευτυχία μας από τους γύρω μας; Άλλο με προβληματίζει όμως. Αυτοί που βρήκαν την ταινία κενή, ανούσια, τόσο μακριά είναι από την πραγματικότητα;

10/3/11

Blue Valentine [2010] - dir: Derek Cianfrance

Είναι ελάχιστες οι φορές που μια ταινία έχει να κάνει περισσότερο με τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών και όχι τόσο με την πρωτοτυπία της θεματολογίας της. Το Blue Valentine φτιάχτηκε για να ξεφύγει από τα όρια μιας οθόνης, για να αφήσει τους πρωταγωνιστές του να αναπνεύσουν το ίδιο οξυγόνο με εμάς, να μας αιχμαλωτίσουν ώστε να νιώσουμε μαζί τους ένα - ένα τα συναισθήματα που βιώνουν. Ούτως ή άλλως αυτοί δεν πονάνε πραγματικά, παρά μόνο εμείς.

Όταν τελειώνει ένας έρωτας κλείνουμε τα μάτια για να πάμε πίσω και να θυμηθούμε στιγμιότυπά του, να αισθανθούμε ξανά έστω για δευτερόλεπτα εκείνη την υστερική ευτυχία. Ο Derek Cianfrance ακολουθεί αυτόν τον δρόμο, ανοιγοκλείνει τα δικά του προκειμένου να μας πάει μια μπρος και μια πίσω στο χρονικό μιας ιστορίας που ξεκίνησε από έρωτα. Αρχίζοντας από το παρόν θα επιστρέψει στο παρελθόν στην αρχή του, για να καταλήξει στην φθορά του, την πιο επίπονη από όλες, την μονόπλευρη. Ο ρομαντικός Dean ερωτεύτηκε την απόμακρη Cindy, η ρεαλίστρια Cindy ερωτεύτηκε τον προστατευτικό Dean. Οι διαφορετικοί χαρακτήρες τους βρήκαν για λίγο καιρό ένα σημείο ισορροπίας μέχρι που ενώθηκαν με δύο βέρες και ένα παιδί. Αλλά σπάνια ο ρεαλισμός με την ονειροπόληση κατάφερναν να συμβιώνουν.

Ο Dean ξεγυμνώνει τον εαυτό του χωρίς να φοβάται ενώ η Cindy προστατεύει τον δικό της από φόβο. Αυτός δεν κάνει ποτέ σχέδια για το μέλλον, εκείνη δεν μπορεί να μην σκέφτεται το αύριο. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν μελοδράματα και ο Cianfrance δεν θα υποκύψει σε υπερβολές, παρά μόνο σε αυθόρμητους διαλόγους που γίνονται σε κιτς ξενοδοχεία και αληθινά αισθήματα που εκφράζονται βίαια σε χώρους εργασίας. Κάτω από το επιτηδευμένο μπλε φως του δωματίου που θα έπρεπε να αναζωπυρωθεί ένας έρωτας, ανταλλάσσονται γλυκόπικρα βλέμματα παραδίδοντας μαθήματα αληθινής ζωής.

Στο ρεσιτάλ συναισθημάτων τα ηνία κρατά ο Ryan Gosling που αποτυπώνει έναν ανιδιοτελές χαρακτήρα, σπάνιο κυριολεκτικά και μεταφορικά. Και φυσικά, o gentleman που υποδύεται, δεν θα μπορούσε και στην πραγματικότητα να κάνει πέρα την Michelle Williams η οποία σε στιγμές δείχνει να μαγνητίζει την αξεπέραστη λάμψη του. Και είναι τόσο ιδανικά τα ποσοστά της χημείας ανάμεσά τους που θα μπορούσαν πράγματι να τους καθιερώσουν στην ιστορία των πιο ταιριαστών κινηματογραφικών ζευγαριών.

Το Blue Valentine όμως παρ' όλη την δραματική του φύση, δεν σε κάνει να λυπάσαι για τον συγκεκριμένο έρωτα που δεν επιβίωσε αλλά για την μη αναστρέψιμη φθορά του, που αργά η γρήγορα έρχεται για όλους μας. Δυστυχώς ελάχιστοι αποδέχονται το γεγονός πως ο έρωτας κάποτε τελειώνει. Δίνει όμως την θέση του σε άλλα συναισθήματα όπως την αγάπη, την εκτίμηση, την συντροφικότητα. Ο Cianfrance το γνωρίζει αυτό αλλά παρ' όλα αυτά επέλεξε να πλάσει την ιστορία ενός ζευγαριού που δεν ενδιαφέρθηκε να ζήσει χωρίς έρωτα, που είχε τόσο μεγάλη ανάγκη από αυτόν και αρνήθηκε να συμβιβαστεί με την έλλειψή του. Και φυσικά αυτός που επαναστατεί διακρίνεται πάντα από ειλικρίνεια, γι αυτό και ο Dean και η Cindy αφέθηκαν σε διαλόγους που τσάκισαν αλλά και γιάτρεψαν. Τελικά, το Blue Valentine δεν σε κάνει να λυπάσαι για τον συγκεκριμένο έρωτα που δεν επιβίωσε, αλλά να χαίρεσαι που κατάφερε να υπάρξει.

Ένα μελαγχολικό μπλουζ συναισθημάτων, μια ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας, ένα από τα πιο όμορφα χαστούκια που μπορείς να εισπράξεις. Blue Valentine, όπως λέμε Μελαγχολικός Έρωτας.




P.S: Μην παραλείψετε να δείτε το υπέροχο sequel εικόνων που συνοδεύει τους τίτλους τέλους.




22/2/11

Exit Through the Gift Shop [2010] - dir: Banksy

Όταν το γκράφιτι απέδρασε από τον χαρακτηρισμό του παρακμιακού και επιτέλους απέκτησε στην κοινωνία μας την θέση που του άξιζε, οι εκπρόσωποί του ονομάστηκαν street artists και ένας από αυτούς, ο θρυλικός Banksy, τρύπωσε με αναίδεια στα σπίτια των πλούσιων συλλεκτών έργων τέχνης και κατάφερε να κάνει τα σφυριά του Sotheby's να χτυπούν ασταμάτητα καμβάδες γεμάτους σπρέι.

Μέχρι τη μέση της ταινίας Exit Through the Gift Shop, αναρωτιέσαι αν έγινε κάποιο λάθος στο όνομα του σκηνοθέτη. Δεν μπορεί να είναι ο Banksy, αλλά ο γραφικός Γάλλος Thierry Guetta με την χαρακτηριστική σπαστή προφορά, που η μανία του να καταγράφει σε μια κάμερα χειρός ο,τι συνέβαινε γύρω του, τον οδήγησε στα σκοτεινά λημέρια των street artists. Monsieur Andre, Zeus, Dotmasters είναι μερικοί από αυτούς που κατάφερε να συναντήσει και να βιντεοσκοπήσει κατά τη διάρκεια νυχτερινών εξορμήσεων και να μοιραστεί μαζί τους την αγωνία να ολοκληρώσουν το έργο τους πριν διωχθούν. Γιατί μπορεί να ονομάζονται πλέον καλλιτέχνες, αλλά εξακολουθούν να θεωρούνται καταπατητές ξένης ιδιοκτησίας, επαναστάτες μιας φρουρούμενης αστικής μονοτονίας.

Δεν ήθελε πολύ για να φτάσει στα αυτιά του το όνομα του ξακουστού Banksy, του ανθρώπου – σκιά που κανείς δεν έχει δει το πρόσωπό του αφού το καλύπτει διαρκώς, εκείνου που τολμά στην Αγγλία της Βασίλισσας να χρωματίζει με τολμηρές φιγούρες τους τοίχους, να τοποθετεί με θράσος εικαστικά μεταλλαγμένους τηλεφωνικούς θαλάμους και να εισβάλλει στην Disneyland προκειμένου να παρατήσει μια τρομαχτική ρεπλίκα ενός κρατούμενου του Guantanamo Bay. Ο "βασιλιάς" του stencil, του guerrilla art, κανείς δεν τον έχει δει, αλλά πόσο τυχεροί όσοι αναπάντεχα υπήρξαν μάρτυρες των έργων του.



Όταν θα καταφέρει να έρθει σε επαφή μαζί του και ο Banksy δει το ντοκιμαντέρ που έχει φτιάξει, τότε οι ρόλοι θα αλλάξουν. Η κάμερα θα στραφεί προς τον Thierry μιας και ο ίδιος θα τον βρει πιο ενδιαφέρον και θα κινηματογραφήσει την προσπάθειά του να γίνει και αυτός ένας καλλιτέχνης. Προωθώντας τον μέσω της προσωπικής σελίδας του Shepard Fairey, η φήμη του γεγονότος εκτοξεύεται και κάνει πλήθος κόσμου να περιμένει με αδηφαγία για να θαυμάσει έναν νέο Banksy, με τις ευλογίες του “μέντορά” του.

Όταν λοιπόν κάποιοι αποφάσισαν να αποδείξουν πως η τέχνη του δρόμου αξίζει να λαμβάνεται σοβαρά, κάποιοι το χώνεψαν με μεγάλη ευκολία. Γιατί μια τόσο αθυρόστομη και αυθόρμητη έκφραση που διαδραματίζεται στον δρόμο και αντικατοπτρίζει την ζωή μας, ήταν το κομμάτι του παζλ που έλλειπε. Και φυσικά ο τίτλος, είναι ένα ζουμερό κεράσι που προσφέρεται από τον Banksy στον θεατή και το οποίο συμπυκνώνει την ουσία του ντοκιμαντέρ για το πως κατόρθωσε η τέχνη αυτή να περάσει από τις νοητές κορνίζες των δρόμων, σε αυτές των μουσείων. Ίσως τελικά να μη χρειάστηκε παραπάνω από την κλεφτή στιγμή που ο ίδιος απλά κρέμασε έναν πίνακά του στο μεγαθήριο Tate Gallery και εξαφανίστηκε. Και ίσως τελικά η άνεση με την οποία ο Thierry μεταμορφώθηκε στον καλλιτέχνη MBW να είναι ένα stencil απαξίωσης του “βασιλιά” σε όλους εκείνους που καταργούν την αξία της δουλειάς του.

Μια αληθινή ιστορία ή ένα ακόμη καλοστημένο σκηνικό του αμφιλεγόμενου καλλιτέχνη; Ένα μέσο για να δει επιπλέον φως της ημέρας η τέχνη του δρόμου ή μια ακόμη αφορμή για να διασκεδάσει με την αμφιβολία κάποιων για την αυθεντικότητα των έργων του; Ορισμένοι υποστηρίζουν πως ο Banksy και ο Thierry είναι το ίδιο πρόσωπο ενώ ο ίδιος απορεί που κάποιοι θεωρούν το όλο εγχείρημα μια φάρσα. Το σίγουρο είναι πως η ευφυΐα, το χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός και το θράσος του καλλιτέχνη αυτού έπρεπε να αποτυπωθεί σε φιλμ έστω και σκηνοθετημένο από τον ίδιο.

Και ενώ το Χόλιγουντ αναρωτιέται αν το βράδυ της ερχόμενης Κυριακής ο υποψήφιος για Όσκαρ θα εμφανιστεί, εγώ τον φαντάζομαι να ανεβαίνει στην σκηνή μεταμφιεσμένος για να παραλάβει το αγαλματάκι, με ένα σπρέι στο χέρι. Για να επέμβει σε αυτό εικαστικά, φυσικά.



3/2/11

127 Hours [2010] - dir: Danny Boyle

Φαντάζομαι πως οι αληθινές ιστορίες μπορούν εύκολα να γίνουν πειρασμός για έναν σκηνοθέτη, αλλά και για έναν ηθοποιό. Όπως η ιστορία ενός πολύ απλού ανθρώπου, του Aron Ralston. Ένας Αμερικανός ορειβάτης που έπαιρνε τα βουνά και τα φαράγγια για να εισπνεύσει ζωή. Που έβαζε σε λειτουργία ένα νοητό χρονόμετρο το οποίο επέτρεπε στους γύρω του να περάσουν μαζί του λίγες στιγμές, ώσπου να το βάλει στα πόδια για να απομονωθεί στη φύση, εκεί που οι πνεύμονές του γέμιζαν αδρεναλίνη. Εσωστρεφής αλλά ευτυχισμένος, πλήρης μέσα στην μοναξιά του.
 
Τον Απρίλιο του 2003, καθώς βρίσκεται σε μια ακόμη ορειβατική εξόρμηση, ένας βράχος καταπλακώνει το δεξί του χέρι και τον ακινητοποιεί. Τώρα, δεν μπορεί να πετάξει από βράχο σε βράχο για να ξεφύγει, πρέπει να μείνει εκεί και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, αυτός απέναντι σε εκείνο, μόνοι τους. Καθώς οι ώρες περνούν, η σωματική κατάπτωση δημιουργεί παραισθήσεις αλλά τα στιγμιότυπα του παρελθόντος του δίνουν αντοχές. Οι γονείς, η σωτηρία του, η παλιά του αγάπη, ένας άντρας που ονομάζεται Blue John, μία ραδιοφωνική εκπομπή, οι φίλοι, πραγματικά είμαι σίγουρη, οι πιο βαθιά χαραγμένες, πέντε ημέρες της ζωής του. Τότε όμως, στο όριο της εξάντλησης, εμφανίζεται η εικόνα ενός μικρού και άγνωστου παιδιού που του χαμογελά με αθωότητα και μέσα σε ελάχιστα λεπτά ο Aron ξέρει πως δεν έχει άλλα περιθώρια, πρέπει να τρέξει κοντά του.


Οι Άγγλοι δεν φημίζονται για το μελόδραμα τους και ιδιαίτερα ο Danny Boyle, το αγαπημένο παιδί της χώρας του. Και όπως προανέφερα, οι πραγματικές ιστορίες μπορούν πολύ εύκολα να γίνουν δίκοπο μαχαίρι μιας και είναι εύκολο να χαθεί η ισορροπία μεταξύ αληθινού και φανταστικού, να επιστρατευτούν εντυπωσιασμοί και ανεξέλεγκτοι μελοδραματισμοί. Όχι όμως εδώ. Πολύ σοφά ο αγαπητός Άγγλος, αφήνει για λίγο στην άκρη τον σκηνοθετικό του πλουραλισμό, αγνοεί διακριτικά το υπέροχο άγριο τοπίο και εστιάζει στον πρωταγωνιστή του. Γιατί ο Boyle δείχνει να έχει μελετήσει πολύ σωστά τον χαρακτήρα του Ralston. Ρεαλιστής, με χιούμορ, αισιοδοξία και με πάρα πολύ δύναμη μέσα του, γι αυτό και γυρνά την πλάτη στην γραφική μπέρτα του ήρωα που ίσως να του φορούσε ένας Αμερικανός σκηνοθέτης. Τοποθετεί την κατάσταση στις πραγματικές της διαστάσεις, μακάβριες μεν αλλά πολύ απλές: ή θάνατος ή ζωή. Ένας άνθρωπος μονάχος, παγιδευμένος κάτω από μια πέτρα με το δεξί του χέρι νεκρό, μια ταινία που θα μπορούσε να οδηγηθεί στην αποτυχία καταντώντας ένας κραυγαλέος έπαινος για τη θέληση της ζωής. Όμως στον Boyle ποτέ δεν άρεσε να φωνάζει το νόημα αλλά να το ψιθυρίζει με εικόνες.

Αν ρωτούσαν τα κοντινά πρόσωπα του πραγματικού Aron, για το εάν πίστευαν πως θα επιβίωνε, έχω την εντύπωση ότι όλοι θα απαντούσαν με σιγουριά πως, ναι. Και ίσως και αυτοί να περίμεναν όπως και ο ίδιος, ότι ο βράχος αυτός θα έρθει κάποια στιγμή στη ζωή του για φρενάρει το Εγώ του και να του επιβάλλει να λογαριάσει τη ζωή του διαφορετικά. Και ο δικός του βράχος, αν και άδικα τόσο βαρύς, κατάφερε να γίνει θρύψαλα μπροστά στην θέληση του για ζωή. Γιατί ο Aron μπορεί να επέλεγε συχνά την μοναξιά, αλλά μέσα από αυτήν είχε μάθει να επιβιώνει συναισθηματικά και σωματικά χωρίς να έχει την ανάγκη κανενός, να βασίζεται στις δικές του δυνάμεις. Και ευτυχώς, η δίψα να επιστρέψει στους δικούς του ανθρώπους, δεν ήταν από ανάγκη, αλλά από αγάπη.

Δεν ξέρω αν ο Ralston αποφάσισε να ζήσει για την ανάμνηση του χθες ή για την ανυπομονησία του αύριο, αλλά είμαι σίγουρη πως ακολούθησε τη φωνή μέσα του που του φώναξε δύο λέξεις: “Choose Life”, εκείνες που κατάφερε να φωνάξει με την δική του δύναμη ο Mark Renton στο Trainspotting, το 1996. Θυμάστε;